- κολονάτος
- -η, -ο [κολόνα]1. αυτός που έχει σχήμα κολόνας («ποτήρια κολονάτα»)2. το ουδ. ως ουσ. το κολονάτοπαλιό ισπανικό νόμισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολονάτος — η, ο 1. που έχει σχήμα κολόνας ή που έχει κολόνες: Ποτήρια κολονάτα. 2. το ουδ. ως ουσ., κολονάτο παλιό ισπανικό ασημένιο νόμισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)